ναυτολογώ — ναυτολογώ, ναυτολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ναυτολογώ — (Α ναυτολογῶ, έω) [ναυτολόγος] νεοελλ. 1. στρατολογώ ναύτες στο πολεμικό ναυτικό 2. προσλαμβάνω ναύτες στο εμπορικό ναυτικό αρχ. δέχομαι επιβάτες ή φορτίο στο πλοίο … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
εισβιβάζω — εἰσβιβάζω (Α) 1. επιβιβάζω 2. ναυτολογώ 3. εισάγω … Dictionary of Greek
ναυτολόγηση — η ναυτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
τσουρμάρω — τσούρμαρα και τσουρμάρισα, τσουρμαρίστηκα, τσουρμαρισμένος 1. μτβ., καταρτίζω τσούρμο (βλ. λ.), συγκεντρώνω ναύτες για πλήρωμα του πλοίου, ναυτολογώ. 2. αμτβ., ναυτολογούμαι, παίρνω μέρος σε τσούρμο, κατατάσσομαι ως ναύτης εμπορικού πλοίου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)